- μπλοκάρομαι
- μπλοκάρομαι, μπλοκαρίστηκα, μπλοκαρισμένος βλ. πίν. 54
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μπλοκάρω — μπλοκάρω, μπλόκαρα και μπλοκάρισα βλ. πίν. 53 Σημειώσεις: μπλοκάρω : και με την έννοια → μπλοκάρομαι, π.χ. είχαν σχεδόν και οι δυο μπλοκάρει (Αντίπ. Εραστής, σελ. 25) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής